- αναυτολόγητος
- -η, -οεκείνος που δεν έχει ναυτολογηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναυτολόγητος — η, ο αυτός που δε ναυτολογήθηκε, δε γράφτηκε στο ναυτολόγιο πλοίου, όπως γίνεται με όσους εργάζονται σε εμπορικό καράβι: Είχε ξοδέψει όλες του τις οικονομίες, γιατί ήταν αναυτολόγητος πάνω από έξι μήνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)